έμφωτον

έμφωτον
ἔμφωτον, το (AM)
μσν.
το εύρος, το διάστημα
αρχ.
1. το κοίλο τού κώνου
2. φωτιζόμενο μέρος, το μέρος από όπου εισέρχεται φως, π.χ. πλευρά τοίχου που έχει παράθυρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἔμφωτον — hollow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφώτου — ἔμφωτον hollow neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”